- εὕδουσα
- εὕδωsleeppres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὕδουσ' — εὕδουσα , εὕδω sleep pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) εὕδουσι , εὕδω sleep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὕδουσι , εὕδω sleep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) εὕδουσαι , εὕδω sleep pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… … Dictionary of Greek